mor
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βρετονικά
(br)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
mor
(br)
θάλασσα
Κατηγορίες
:
Βρετονική γλώσσα
Ουσιαστικά (βρετονικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
συνεισφορά
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
δείτε
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
Azərbaycanca
Brezhoneg
Bosanski
Català
Čeština
Cymraeg
Dansk
Deutsch
Zazaki
English
Esperanto
Español
Eesti
Euskara
فارسی
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Føroyskt
Français
Frysk
Galego
Hrvatski
Magyar
Հայերեն
Ido
Íslenska
Italiano
Jawa
ქართული
한국어
Kurdî
Limburgs
ລາວ
Lietuvių
Latviešu
Malagasy
Nederlands
Norsk
Occitan
Polski
Português
Română
Русский
Slovenčina
Slovenščina
Gagana Samoa
Svenska
தமிழ்
Тоҷикӣ
ไทย
Türkçe
Українська
Oʻzbekcha/ўзбекча
Tiếng Việt
Volapük
中文
Bân-lâm-gú