mar
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mar (en)
- σπιλώνω, αμαυρώνω, μαγαρίζω, (δευτερεύουσα μεταφραστική επιλογή) καταστρέφω
- violent clashes mar the celebration for the Champions League title
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mar | mares |
mar (es) αρσενικό
- η θάλασσα
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mar | mares |
mar (pt) αρσενικό
- η θάλασσα