γοτθικά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | γοτθικά | ||
| γενική | των | γοτθικών | ||
| αιτιατική | τα | γοτθικά | ||
| κλητική | γοτθικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γοτθικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]γοτθικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γοτθικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
