so
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
so (en)
Επιφώνημα[επεξεργασία]
so (en)
- λοιπόν, προς δήλωση έκπληξης ή ανακούφισης ή μετά από μια παύση για να ξεκινήσει μια νέα πρόταση
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
so (en)
- οπότε, λοιπόν
- ↪ We don’t have money; so, we will no go on vacation this year.
- Δεν έχουμε λεφτά· λοιπόν, δεν θα πάμε διακοπές φέτος.
- ↪ It’s late; so good night
- Είναι αργά· καληνύχτα λοιπόν
- ≈ συνώνυμα: then, therefore, consequently
- ↪ We don’t have money; so, we will no go on vacation this year.
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 510. ISBN 9780194325684., λήμμα: λοιπόν
Βοσνιακά (bs)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
so (bs)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
so (eo)
Σερβικά (sr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
so (sr)
- λατινική γραφή του со