so

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

so (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. τόσο, σε τέτοιο βαθμό
    I can’t walk so far.
    Δεν μπορώ να περπατήσω τόσο μακριά.
    Is it so late?
    Τόσο αργά είναι;
    I am not so sure of that.
    Δεν είμαι και τόσο βέβαιος γι' αυτό.
    He was so mad that he couldn’t talk.
    Ήταν τόσο θυμωμένος που δεν μπορούσε να μιλήσει.
    Would you be so kind as to help me? (βρετανικά αγγλικά, επίσημο)
    Θα είχατε την καλοσύνη να με βοηθήσετε;
     συνώνυμα: that
  2. τόσο, εννοείται πολύ
    He is so tall.
    Είναι τόσο ψηλός.
    It is so kind of you!
    Είναι τόσο ευγενικό εκ μέρους σας!
    I can’t stay so long.
    Δεν μπορώ να μείνω τόσο πολύ.
    It was still so early.
    Ήταν πολύ νωρίς ακόμα.
    He is so good but Peter is so much better.
    Είναι πολύ καλός αλλά ο Πέτρος είναι πολύ καλύτερος.
     συνώνυμα: very, really, → και δείτε τη λέξη extremely
  3. (not so…(as)) δεν είναι τόσοώστε/όσο, περισσότεροπαρά, χρησιμοποιείται σε συγκρίσεις, όχι στον ίδιο βαθμό
    He is not so stupid (as) to do that.
    Δεν είναι τόσο ανόητος ώστε να κάμει τέτοιο πράγμα.
    He is not so smart a kid as his brother.
    Δεν είναι τόσο έξυπνο παιδί όσο ο αδελφός του.
    He was not so angry as disappointed.
    Ήταν περισσότερο απογοητευμένος παρά θυμωμένος.
  4. έτσι, αυτό, χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε κάτι που έχει ήδη αναφερθεί
    -“Will he come?” -“I believe/hope/think/suppose so.”
    -«Θα έρθει;» -«Έτσι πιστεύω/ελπίζω/νομίζω/υποθέτω.»
    So, and only so, can it be done.
    Έτσι και μόνον έτσι μπορεί να γίνει.
    We have arranged things like so, so that…
    Κανονίσαμε έτσι τα πράγματα ώστε…
    You can't do it like so.
    Δεν μπορείς να το κάνεις έτσι.
    Anyone will tell you so.
    Ο καθένας θα σας το πει αυτό.
    I told you so!
    Σου το είπα εγώ!
    I think so.
    Το σκέφτηκα.
    if so - σε τέτοια περίπτωση, αν ναι
    → δείτε τους όρους thus, like so, like that και that way
  5. το ίδιο, και
    I’m Greek and so is my teacher.
    Είμαι Έλληνας και το ίδιο είναι κι ο δάσκαλός μου.
    -“I speak English.” -“So do I!”
    -«Μιλώ αγγλικά.» -«Κι εγώ!»
  6. πράγματι, χρησιμοποιείται για να συμφωνήσω ότι κάτι είναι αλήθεια, ειδικά όταν εκπλήσσομαι
    -“The door is open.” -“So it is!”
    -«Η πόρτα είναι ανοιχτή.» -«Πραγμάτι είναι!»
  7. έτσι, χρησιμοποιείται όταν δείχνω σε κάποιον πώς να κάνει κάτι ή του λέω πώς συνέβη κάτι
    Keep your body straight, like so!
    Κράτα ίσια το κορμί σου, έτσι!

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Επιφώνημα[επεξεργασία]

so (en)

  • λοιπόν, προς δήλωση έκπληξης ή ανακούφισης ή μετά από μια παύση για να ξεκινήσει μια νέα πρόταση
    So, you are not coming?
    Λοιπόν δεν έρχεσαι, ε;
    So, here we are at last!
    Λοιπόν φτάσαμε επιτέλους!
    So, as I was saying…
    Λοιπόν, όπως έλεγα…
     συνώνυμα: → δείτε το επιφώνημα look

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

so (en)

  1. λοιπόν, για αυτό, οπότε, άρα, χρησιμοποιείται για να δείξει τον λόγο για κάτι
    We don’t have money; so, we will no go on vacation this year.
    Δεν έχουμε λεφτά· λοιπόν, δεν θα πάμε διακοπές φέτος.
    It’s late; so good night
    Είναι αργά· καληνύχτα λοιπόν
    They cost a lot of money, so use them carefully.
    Κοστίζουν ένα σωρό λεφτά, γι' αυτό να τα χρησιμοποιείς προσεχτικά.
    We were full so we didn’t go to the restaurant.
    Ήμασταν φαγωμένοι οπότε δεν πήγαμε στο εστιατόριο.
    Whatever he die he did consciously, so he is responsible.
    Ό,τι έκανε το έκανε συνειδητά, άρα είναι υπεύθυνος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη therefore
  2. (so (that)) για να, ώστε να, χρησιμοποιείται για να δείξει το σκοπό για κάτι
    I bought a map so I don’t become lost in the city.
    Αγόρασα έναν χάρτη για να μη χαθώ στην πόλη.
    Come a little closer, so that I see you.
    Έλα λίγο πιο εδώ, για να σε βλέπω.
    Speak clearly so I can understand you.
    Μιλά καθαρά ώστε να μπορέσω να σε καταλάβω.
    I will be ready so that I’m not making you wait.
    Θα είμαι έτοιμος ώστε να μη σε κάνω να περιμένεις.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη therefore
  3. έτσι, χρησιμοποιείται για να δείξει το αποτέλεσμα κάτι
    He told me to go and so I went.
    Μου είπε να πάω, κι έτσι πήγα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη therefore
  4. (ανεπίσημο) λοιπόν, χρησιμοποιείται για την εισαγωγή ενός σχολίου ή μιας ερώτησης
    Come on, so, tell me what happened.
    Εμπρός λοιπόν, πες μου τι συνέβη.
    So, where have you been?
    Λοιπόν, που ήσουν;
    So, what should we do, want to dance?
    Λοιπόν, τι θα κάνουμε, θα χορέψουμε;
  5. έτσι, χρησιμοποιείται για την εισαγωγή του επόμενου μέρους μιας ιστορίας
    So he lost all his money.
    Έτσι έχασε όλα του τα χρήματα.
  6. (ανεπίσημο) λοιπόν, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι πιστεύω ότι κάτι δεν είναι σημαντικό, ειδικά αφού κάποιος με έχει επικρίνει γι' αυτό
    It happened, so what?
    Και λοιπόν τι έγινε;
    → δείτε την έκφραση so what
  7. (ανεπίσημο) λοιπόν, χρησιμοποιείται όταν κάνω μια τελική δήλωση
    Very good, so, I will go with you.
    Πολύ καλά λοιπόν, θα έρθω μαζί σου.
  8. (ανεπίσημο) λοιπόν, οπότε, χρησιμοποιείται σε ερωτήσεις για να αναφέρεται σε κάτι που μόλις ειπώθηκε
    So what do we do now?
    Λοιπόν, τι κάνουμε τώρα;
    It is possible he will not come to the appointment, so what happens then?
    Είναι πιθανόν να μην έρθει στο ραντεβού, οπότε τι γίνεται τότε;

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Βοσνιακά (bs)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

so (bs)



Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

so < s + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

so (eo)



Σερβικά (sr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

so (sr)

  • λατινική γραφή του со