so

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

so (en)

  1. έτσι
  2. τόσο
  3. τόσο (εννοείται πολύ)
    He is so tall! - Είναι τόσο ψηλός!
    It is so kind of you - Είναι τόσο ευγενικό εκ μέρους σας!
     συνώνυμα: very, really, → και δείτε τη λέξη extremely

Επιφώνημα[επεξεργασία]

so (en)

  • λοιπόν, προς δήλωση έκπληξης ή ανακούφισης ή μετά από μια παύση για να ξεκινήσει μια νέα πρόταση
    So you are not coming?
    Λοιπόν δεν έρχεσαι, ε;
    So, here we are at last!
    Λοιπόν φτάσαμε επιτέλους!
    So, as I was saying…
    Λοιπόν, όπως έλεγα…
     συνώνυμα: look, well, see, hey

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

so (en)

  • οπότε, λοιπόν
    We don’t have money; so, we will no go on vacation this year.
    Δεν έχουμε λεφτά· λοιπόν, δεν θα πάμε διακοπές φέτος.
    It’s late; so good night
    Είναι αργά· καληνύχτα λοιπόν
     συνώνυμα: then, therefore, consequently

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 510. ISBN 9780194325684. , λήμμα: λοιπόν

Βοσνιακά (bs)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

so (bs)



Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

so < s + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

so (eo)



Σερβικά (sr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

so (sr)

  • λατινική γραφή του со