peer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
peer | peers |
peer (en)
- κάποιος που βρίσκεται στο ίδιο κοινωνικό ή επαγγελματικό επίπεδο με άλλους
- ευγενής με κληρονομικό τίτλο
- ομότιμος
Αφρικάανς (af)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
peer (af)
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
peer (nl)