peer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
peer peers

peer (en)

  1. κάποιος που βρίσκεται στο ίδιο κοινωνικό ή επαγγελματικό επίπεδο με άλλους
  2. ευγενής με κληρονομικό τίτλο
  3. ομότιμος



Αφρικάανς (af)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

peer (af)



Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

peer (nl)