ευγενής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | ευγενής | ευγενής | ευγενές |
γενική | ευγενούς | ευγενούς | ευγενούς |
αιτιατική | ευγενή | ευγενή | ευγενές |
κλητική | ευγενή(ής) | ευγενής | ευγενές |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | ευγενείς | ευγενείς | ευγενή |
γενική | ευγενών | ευγενών | ευγενών |
αιτιατική | ευγενείς | ευγενείς | ευγενή |
κλητική | ευγενείς | ευγενείς | ευγενή |
Δείτε και την κλίση των ουσιαστικοποιημένων. |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευγενής αρχαία ελληνική εὐγενής < εὖ +γένος
Επίθετο[επεξεργασία]
ευγενής -ής -ές, συγκριτικός ευγενέστερος, υπερθετικός ευγενέστατος
- αριστοκρατικός
- ευγενής καταγωγή
- ο ευγενικός στη συμπεριφορά
- ο βασισμένος σε υψηλά ιδανικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευγενής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | ευγενής | οι | ευγενείς |
γενική | του του/της |
ευγενή ευγενούς |
των | ευγενών |
αιτιατική | τον/την | ευγενή | τους/τις | ευγενείς |
κλητική | ευγενή | ευγενείς | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Δείτε και την κλίση του επιθέτου. | ||||
όπως «συγγενής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ευγενής αρσενικό
- ο καταγόμενος από αριστοκρατική οικογένεια, που ανήκει σ' αυτή την κοινωνική τάξη· που έχει τίτλο ευγενείας· ο αριστοκράτης