noble

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

noble (en)

  1. ευγενής, αριστοκράτης



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
noble nobles

noble (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

noble (fr) αρσενικό