αριστοκράτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αριστοκράτης αρσενικό (θηλυκό αριστοκράτισσα)
- ο καταγόμενος από ευγενείς
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αριστοκράτης