Μετάβαση στο περιεχόμενο

εὐγενής

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ευγενής
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / εὐγενής τὸ εὐγενές
      γενική τοῦ/τῆς εὐγενοῦς τοῦ εὐγενοῦς
      δοτική τῷ/τῇ εὐγενεῖ τῷ εὐγενεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν εὐγεν τὸ εὐγενές
     κλητική ! εὐγενές εὐγενές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ εὐγενεῖς τὰ εὐγεν
      γενική τῶν εὐγενῶν τῶν εὐγενῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς εὐγενέσ(ν) τοῖς εὐγενέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς εὐγενεῖς τὰ εὐγεν
     κλητική ! εὐγενεῖς εὐγεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εὐγενεῖ τὼ εὐγενεῖ
      γεν-δοτ τοῖν εὐγενοῖν τοῖν εὐγενοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

εὐγενής < (εὖ) εὐ- + -γενής (γένος)

Επίθετο

[επεξεργασία]

εὐγενής

  • ευγενής, από αριστοκρατική οικογένεια
      Κύλων ἦν Ἀθηναῖος ἀνὴρ Ὀλυμπιονίκης τῶν πάλαι εὐγενής τε καὶ δυνατός (Θουκυδ. 1.126.3.2)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]