peep
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
peep | peeps |
peep (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | peep |
γ΄ ενικό ενεστώτα | peeps |
αόριστος | peeped |
παθητική μετοχή | peeped |
ενεργητική μετοχή | peeping |
peep (en)
- (αμετάβατο) κρυφοκοιτάζω, κοιτάζω κάτι κρυφά, κοιτάζω γρήγορα και κρυφά κάτι, ειδικά από ένα μικρό άνοιγμα
- (αμετάβατο) σκάω μύτη, που μόλις μπορεί να φανεί
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- peep (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- peep (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 457-458, 482-483, 529, 791-792. ISBN 9780194325684., λήμμα: κοιτάζω, κρυφοκοιτάζω, ματιά, σκάζω