σκάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκάω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκάζω < αρχαία ελληνική σχάζω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈska/ & /o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκά‐ω

σκάω, πρτ.: έσκαγα, απαρ.: σκάσει, αόρ.: έσκασα, μτχ.π.π.: σκασμένος (χωρίς παθητική φωνή) & σκάζω

  1. (αμετάβατο) εκρήγνυμαι
    Η βόμβα έσκασε στα χέρια του.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) ξεφουσκώνω βίαια
    Μου έσκασε το μπροστινό λάστιχο και παραλίγο να σκοτωθώ.
    Στο τέλος της γιορτής τα παιδιά σκάσανε όλα τα μπαλόνια.
  3. (αμετάβατο) πέφτω επάνω, πετάγομαι απότομα καταπάνω, ορμάω και χτυπιέμαι πάνω σε κάτι ή
    Το κύμα σκάει στο βράχο.
    τα μπουμπούκια σκάσανε'
  4. (μεταβατικό) κάνω γρήγορη κίνηση
    σκάω ένα χαστούκι, ένα φιλί, ένα χαμόγελο
  5. (αμετάβατο, μεταφορικά) ανακοινώνομαι ξαφνικά και προξενώ αίσθηση
    Έσκασε το νέο για τη συγχώνευση των δύο τραπεζών.
  6. (αμετάβατο, μεταφορικά) ζεσταίνομαι πάρα πολύ
    Πάω να κάνω μια βουτιά γιατί έσκασα.
  7. (αμετάβατο, μεταφορικά) είμαι πολύ θυμωμένος ή στενοχωρημένος
    σκάω από τη στενοχώρια
  8. (μεταβατικό) στενοχωρώ ή ενοχλώ πολύ κάποιον
    Τον έσκασες τον άνθρωπο με τις χαζομάρες σου.
     συνώνυμα: πρήζω
  9. (αμετάβατο, μεταφορικά) νιώθω μεγάλη δυσφορία επειδή έφαγα υπερβολικά πολύ
    έσκασα από το πολύ φαΐ
  10. (αγενές) σωπαίνω, το βουλώνω, βγάζω το σκασμό
    Σκάσε πια, μας έπρηξες με τη φλυαρία σου.
  11. (μεταβατικό, αργκό) καταβάλλω χρηματικό ποσό
    Έσκασα δυο κατοστάρικα για να πάρω αυτό το μηχάνημα.
  12. (αργκό) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, εισέρχομαι
    Για δες, ποιος έσκασε μύτη στο χώρο!

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
σκα- σκαζ- 

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Το σκάζοντας από το σκάζω.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]