σκάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
σκάω, πρτ.: έσκαγα, στ.μέλλ.: θα σκάσω, αόρ.: έσκασα, μτχ.π.π.: σκασμένος
- (αμετάβατο) εκρήγνυμαι
- η βόμβα έσκασε στα χέρια του
- (μεταβατικό ή αμετάβατο) ξεφουσκώνω βίαια
- μου έσκασε το μπροστινό λάστιχο και παραλίγο να σκοτωθώ
- στο τέλος της γιορτής τα παιδιά σκάσανε όλα τα μπαλόνια
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) ανακοινώνομαι ξαφνικά και προξενώ αίσθηση
- έσκασε το νέο για τη συγχώνευση των δύο τραπεζών
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) ζεσταίνομαι πάρα πολύ
- πάω να κάνω μια βουτιά γιατί έσκασα
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) είμαι πολύ θυμωμένος ή στενοχωρημένος
- έσκασα από τη στενοχώρια
- (μεταβατικό) στενοχωρώ πολύ κάποιον
- τον έσκασες τον άνθρωπο με τις χαζομάρες σου
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) νιώθω μεγάλη δυσφορία επειδή έφαγα υπερβολικά πολύ
- έσκασα από το πολύ φαΐ
- (αγενές) σωπαίνω, το βουλώνω, βγάζω το σκασμό
- σκάσε πια, μας έπρηξες με τη φλυαρία σου
- (μεταβατικό) (αργκό) καταβάλλω χρηματικό ποσό
- έσκασα δυο κατοστάρικα για να πάρω αυτό το μηχάνημα
- το σκάω: δραπετεύω
- το έσκασε από τη φυλακή
- τα σκάω (πληθυντικός τα): δίνω λεφτά, πληρώνω
- (αμετάβατο) πέφτω επάνω, πετάγομαι απότομα καταπάνω, ορμώ και χτυπιέμαι πάνω σε κάτι
- ※ Το κύμα σκάει στο βράχο
- (αργκό) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, εισέρχομαι
- ※ Για δες, ποιος έσκασε μύτη στο χώρο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκάω | έσκαγα | θα σκάω | να σκάω | σκάζοντας | |
β' ενικ. | σκας | έσκαγες | θα σκας | να σκας | σκάε | |
γ' ενικ. | σκάει | έσκαγε | θα σκάει | να σκάει | ||
α' πληθ. | σκάμε | σκάγαμε | θα σκάμε | να σκάμε | ||
β' πληθ. | σκάτε | σκάγατε | θα σκάτε | να σκάτε | σκάτε | |
γ' πληθ. | σκάνε | έσκαγαν σκάγανε |
θα σκάνε | να σκάνε | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έσκασα | θα σκάσω | να σκάσω | σκάσει | ||
β' ενικ. | έσκασες | θα σκάσεις | να σκάσεις | σκάσε | ||
γ' ενικ. | έσκασε | θα σκάσει | να σκάσει | |||
α' πληθ. | σκάσαμε | θα σκάσουμε | να σκάσουμε | |||
β' πληθ. | σκάσατε | θα σκάσετε | να σκάσετε | σκάστε | ||
γ' πληθ. | έσκασαν σκάσαν(ε) |
θα σκάσουν(ε) | να σκάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σκάσει | είχα σκάσει | θα έχω σκάσει | να έχω σκάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σκάσει | είχες σκάσει | θα έχεις σκάσει | να έχεις σκάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σκάσει | είχε σκάσει | θα έχει σκάσει | να έχει σκάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σκάσει | είχαμε σκάσει | θα έχουμε σκάσει | να έχουμε σκάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σκάσει | είχατε σκάσει | θα έχετε σκάσει | να έχετε σκάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σκάσει | είχαν σκάσει | θα έχουν σκάσει | να έχουν σκάσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανακοινώνομαι ξαφνικά και προξενώ αίσθηση
το σκάω
→ δείτε τη λέξη το σκάω |