break
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
break < (κληρονομημένο) μέση αγγλική breken < αγγλοσαξονική brecan
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
break | breaks |
break (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | break |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | breaks |
αόριστος | broke |
παθητική μετοχή | broken |
ενεργητική μετοχή | breaking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
break (en)