break

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

break < (κληρονομημένο) μέση αγγλική breken < αγγλοσαξονική brecan

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /bɹeɪk/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
break breaks

break (en)

  1. (μετρήσιμο) η διακοπή, το διάλειμμα, η ανάσα, η ανάπαυλα, ένα σύντομο χρονικό διάστημα όταν σταματώ αυτό που κάνω και ξεκουράζομαι, τρώω κτλ.
    Parliament is on break.
    Η Βουλή έχει διακοπές.
    coffee break - διάλειμμα για καφέ
    He has been working since this morning without a break.
    Δουλεύει από το πρωί χωρίς ανάσα.
    without a moment’s break - χωρίς στιγμής ανάπαυλα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη pause
  2. (μετρήσιμο) το διάλειμμα, μια χρονική περίοδος που κάτι σταματά πριν ξαναρχίσει
    The first break lasts 15 minutes.
    Το πρώτο διάλειμμα διαρκεί 15 λεπτά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη pause
  3. (μετρήσιμο) οι διακοπές
    Christmas break - οι διακοπές των Χριστουγέννων
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη vacation
  4. η ρήξη, η θραύση, το σπάσιμο
  5. (μετρήσιμο) το διάκενο, η τρύπα
    I am filling the breaks between the stones with cement.
    Γεμίζω τα διάκενα στις πέτρες με τσιμέντο.
    a break in the wall - τρύπα στον τοίχο
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη space, → και δείτε τη λέξη hole

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας break
γ΄ ενικό ενεστώτα breaks
αόριστος broke
παθητική μετοχή broken
ενεργητική μετοχή breaking
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

break (en)

  1. σπάζω, σπάω
  2. (μεταβατικό & αμετάβατο, μεταφορικά) σκάω
    He broke the news about the merger of the two banks.
    [αυτός] Έσκασε το νέο για τη συγχώνευση των δύο τραπεζών.
  3. (αμετάβατο) σκάω
    The wave breaks on the cliff.
    Το κύμα σκάει στο βράχο.
  4. χαλάω, αλλάζω νόμισμα με μικρότερης αξίας νομίσματα
    Can you break one twenty into singles for me?
    Έχετε να μου χαλάσετε ένα εικοσάρικο σε μονόευρα;

Σύνθετα[επεξεργασία]

όπως ενδεικτικά:

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
break breaks

break (fr) αρσενικό