break up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | break up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | breaks up |
αόριστος | broke up |
παθητική μετοχή | broken up |
ενεργητική μετοχή | breaking up |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]break up (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) χωρίζω σε μικρότερα κομμάτια
- ↪ Break the word up into syllables.
- Χωρίστε τη λέξη σε συλλαβές.
- ↪ The party broke up into factions.
- Το κόμμα χωρίστηκε σε ομάδες.
- ↪ Break the word up into syllables.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) διαλύω, τελειώνω κάτι
- ↪ We are breaking up the marriage.
- Διαλύουμε τον γάμο.
- ↪ The association is breaking up.
- Διαλύεται το σωματείο.
- ↪ We are breaking up the marriage.
- (μεταβατικό) χωρίζω, διαλύω, κάνω τους ανθρώπους να αφήσουν κάτι ή να σταματήσουν να κάνουν κάτι, ειδικά με το ζόρι
- ↪ They were arguing and I went to break them up.
- Μάλωναν και πήγα να τους χωρίσω.
- ↪ The police broke up the assembly.
- Η αστυνομία διέλυσε τη συγκέντρωση.
- ↪ They were arguing and I went to break them up.
- (αμετάβατο) χωρίζω, τερματίζω μια ρομαντική σχέση με κάποιον