break up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας break up
γ΄ ενικό ενεστώτα breaks up
αόριστος broke up
παθητική μετοχή broken up
ενεργητική μετοχή breaking up

Ετυμολογία [επεξεργασία]

break up < → δείτε τις λέξεις break και up

Ρήμα[επεξεργασία]

break up (en)

  1. διαλύω
  2. χωρίζω, τερματίζω μια ρομαντική σχέση με κάποιον
    She broke up with her boyfriend.
    Χώρισε με το αγόρι της.
    They broke up because they weren’t a good match.
    Χώρισαν γιατί δεν ταίριαζαν.
     συνώνυμα: separate

Πηγές[επεξεργασία]