break up
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | break up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | breaks up |
αόριστος | broke up |
παθητική μετοχή | broken up |
ενεργητική μετοχή | breaking up |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]break up (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) χωρίζω σε μικρότερα κομμάτια
- ⮡ Break the word up into syllables.
- Χωρίστε τη λέξη σε συλλαβές.
- ⮡ The party broke up into factions.
- Το κόμμα χωρίστηκε σε ομάδες.
- ⮡ Break the word up into syllables.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) διαλύω, τελειώνω κάτι
- ⮡ We are breaking up the marriage.
- Διαλύουμε τον γάμο.
- ⮡ The association is breaking up.
- Διαλύεται το σωματείο.
- ⮡ We are breaking up the marriage.
- (μεταβατικό) χωρίζω, διαλύω, κάνω τους ανθρώπους να αφήσουν κάτι ή να σταματήσουν να κάνουν κάτι, ειδικά με το ζόρι
- ⮡ They were arguing and I went to break them up.
- Μάλωναν και πήγα να τους χωρίσω.
- ⮡ The police broke up the assembly.
- Η αστυνομία διέλυσε τη συγκέντρωση.
- ⮡ They were arguing and I went to break them up.
- (αμετάβατο) χωρίζω, τερματίζω μια ρομαντική σχέση με κάποιον