break up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας break up
γ΄ ενικό ενεστώτα breaks up
αόριστος broke up
παθητική μετοχή broken up
ενεργητική μετοχή breaking up

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
break up < → δείτε τις λέξεις break και up

break up (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) χωρίζω σε μικρότερα κομμάτια
    Break the word up into syllables.
    Χωρίστε τη λέξη σε συλλαβές.
    The party broke up into factions.
    Το κόμμα χωρίστηκε σε ομάδες.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) διαλύω, τελειώνω κάτι
    We are breaking up the marriage.
    Διαλύουμε τον γάμο.
    The association is breaking up.
    Διαλύεται το σωματείο.
  3. (μεταβατικό) χωρίζω, διαλύω, κάνω τους ανθρώπους να αφήσουν κάτι ή να σταματήσουν να κάνουν κάτι, ειδικά με το ζόρι
    They were arguing and I went to break them up.
    Μάλωναν και πήγα να τους χωρίσω.
    The police broke up the assembly.
    Η αστυνομία διέλυσε τη συγκέντρωση.
  4. (αμετάβατο) χωρίζω, τερματίζω μια ρομαντική σχέση με κάποιον
    She broke up with her boyfriend.
    Χώρισε με το αγόρι της.
    They broke up because they weren’t a good match.
    Χώρισαν γιατί δεν ταίριαζαν.
     συνώνυμα: separate