separate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
separate (en)
- χωρίζω
- διαχωρίζω
- (μαγειρική) κόβω με την έννοια του ανεπιθύμητου αποτελέσματος, π.χ. η σάλτσα που κόβει
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
separate (en)
- χωριστός, ανεξάρτητος
- the car can be disassembled into many separate pieces - το αυτοκίνητο μπορεί να αποσυναρμολογηθεί σε πολλά ανεξάρτητα μέρη