separate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
separate (en) (χωρίς παραθετικά)
- χωριστός, ανεξάρτητος
- ↪ The car can be disassembled into many separate pieces.
- Το αυτοκίνητο μπορεί να αποσυναρμολογηθεί σε πολλά ανεξάρτητα μέρη.
- ↪ The car can be disassembled into many separate pieces.
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | separate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | separates |
αόριστος | separated |
παθητική μετοχή | separated |
ενεργητική μετοχή | separating |
separate (en)