Μετάβαση στο περιεχόμενο

broken

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός broken
συγκριτικός more broken
υπερθετικός most broken

Επίθετο

[επεξεργασία]

broken (en)

  1. σπασμένος, που έχει σπάσει
    ⮡  broken glasses/eggs - σπασμένα ποτήρια/αυγά
    ⮡  The broken leg must remain stationary.
    Το σπασμένο πόδι πρέπει να παραμείνει ακίνητο.
  2. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) σπαστός, σπασμένος, για γλώσσα
    ⮡  He was speaking broken Greek.
    Μιλούσε σπαστά ελληνικά.
    ⮡  I have lived in the US for some years, but I still speak broken English .
    Έμεινα μερικά χρόνια στις ΗΠΑ, αλλά τα αγγλικά τα μιλάω ακόμα σπασμένα.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

broken (en)