Μετάβαση στο περιεχόμενο

break off

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας break off
γ΄ ενικό ενεστώτα breaks off
αόριστος broke off
παθητική μετοχή broken off
ενεργητική μετοχή breaking off

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
break off <  δείτε τις λέξεις break και off

break off (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) κόβω, αποσπώ, σπάζω, αποχωρίζω κάτι με δύναμη
      He broke a branch off of the tree.
    Έκοψε ένα κλαδί από το δέντρο.
      Due to the seismic tremors, volumes of earth broke off from the slopes of the hill.
    Από τις σεισμικές δονήσεις αποσπάστηκαν όγκοι χωμάτων από τα πρανή του λόφου.
      The handle of the jug broke off.
    Έσπασε το χέρι της κανάτας.
  2. (αμετάβατο) σταματώ, διακόπτω, σταματώ να μιλάω ή να κάνω κάτι για λίγο
      He abruptly broke off in the middle of his speech.
    Σταμάτησε/Διέκοψε απότομα στη μέση της ομιλίας του.
  3. (μεταβατικό) διαλύω, τελειώνω κάτι απότομα
      They broke off their engagement.
    Διέλυσαν τον αρραβώνα τους.