break new ground

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

break new ground < → δείτε τις λέξεις break, new και ground

Έκφραση[επεξεργασία]

break new ground (en)

  1. κάνω κάτι που δεν έχει ξαναγίνει
  2. καινοτομώ, πρωτοπορώ