ground

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɡɹaʊnd/
 

Επίθετο[επεξεργασία]

ground (en)

  1. αλεσμένος
  2. χερσαίος
  3. βασικός, στοιχειώδης

Σύνθετα[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
ground grounds

ground (en)

  1. έδαφος
  2. η γείωση
  3. η βάση, ο λόγος

Σύνθετα[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας ground
γ΄ ενικό ενεστώτα grounds
αόριστος grounded
παθητική μετοχή grounded
ενεργητική μετοχή grounding

ground (en)

  1. γειώνω
  2. προσαράζω

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ground (en)