προσαράζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσαράζω < → λείπει η ετυμολογία
μεταπλ. τύπος του ελνστ. προσαράσσω
Ρήμα[επεξεργασία]
προσαράζω
- (για πλοίο) προσκρούω σε βράχια ή καθίζω σε ρηχά νερά
- ρίχνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσαράζω