προσαράζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσαράζω < λείπει η ετυμολογία

μεταπλ. τύπος του ελνστ. προσαράσσω

Ρήμα[επεξεργασία]

προσαράζω

  1. (για πλοίο) προσκρούω σε βράχια ή καθίζω σε ρηχά νερά
  2. ρίχνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]