προσαράσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσαράσσω (ελληνιστική κοινή) < προσ- + αρχαία ελληνική ἀράσσω / ἀράττω

Ρήμα[επεξεργασία]

προσαράσσω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]