προσαράσσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσαράσσω (ελληνιστική κοινή) < προσ- + αρχαία ελληνική ἀράσσω / ἀράττω
Ρήμα[επεξεργασία]
προσαράσσω
- (ελληνιστική κοινή)
- ρίχνω κάτι πάνω σε άλλο
- εξορμώ, πέφτω με δύναμη πάνω σε κάτι
- ※ ⌘ Πλούταρχος, Βίοι παράλληλοι Μάρκελλος, 15
- σκοπέλοις προσήρασσον (για πλοία)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- προσαράσσω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προσαράσσω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα προσ- (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ρήματα (ελληνιστική κοινή)
- Ρηματικές φωνές (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)