ἀράσσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀράσσω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀράσσω
- (μεταβατικό) προσορμίζω
- (αμετάβατο) (κρητική λογοτεχνία) ορμώ, χυμάω
- ※ 16ος/17ος αιώνας ⌘ Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, στίχ. 1049 (στίχοι 1049-1050) έκδοση 1786, έκδ.1862
- Σὰν κάνει ὁ λύκος εἰς τ’ ἀρνιά, ὅντε πεινᾷ καὶ ῥάσσει,
καὶ πνίγει τα ὅπου κι ἂν τὰ βρῇ, καὶ φτάνει ὅπου πᾶσι―
- Σὰν κάνει ὁ λύκος εἰς τ’ ἀρνιά, ὅντε πεινᾷ καὶ ῥάσσει,
- ※ 16ος/17ος αιώνας ⌘ Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος/Ε, στίχ. 1037 (στίχοι 1037-1038) έκδοση:
- [μεταγραφή] Κι ως άνοιξε το στόμα του τ' άγριο θεριό ν' αράσσει,
να βάλω εγώ το χέρι μου, κ' εσέ να μη δαγκάσει.
- [μεταγραφή] Κι ως άνοιξε το στόμα του τ' άγριο θεριό ν' αράσσει,
- ※ 16ος/17ος αιώνας ⌘ Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, στίχ. 1049 (στίχοι 1049-1050) έκδοση 1786, έκδ.1862
- (αμετάβατο) επιδιώκω
- (αμετάβατο) καταφεύγω
- (στην ενεργητική και μέση φωνή) αγκυροβολώ, προσορμίζομαι
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Ρηματικοί τύποι[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Δημώδης Γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. Από τον Διγενή Ακρίτη (12ος αιώνας) έως την πτώση της Κρήτης (1669)
- ἀράσσω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- Εμμανουήλ Κριαράς,
- σελ. 168-169 Τόμος Γ' - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀράσσω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀράσσω
- (ως αποτέλεσμα έντονου χτυπήματος) σπάω, συνθλίβω
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 426 (424-426)
- Ἧος ὁ ταῦθ᾽ ὅρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν, | τόφρα δέ μιν μέγα κῦμα φέρεν τρηχεῖαν ἐπ᾽ ἀκτήν. | ἔνθα κ᾽ ἀπὸ ῥινοὺς δρύφθη, σὺν δ᾽ ὀστέ᾽ ἀράχθη,
- Κι όπως ακόμη μες στα φρένα και τον νου του ανακινούσε τέτοιες σκέψεις, | μεγάλο κύμα τον παρέσυρε, τον έριξε στα βράχια της ακτής. | Τότε τις σάρκες του θα ξέσχιζε, τα κόκαλά του θα συντρίβονταν,
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Ἧος ὁ ταῦθ᾽ ὅρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν, | τόφρα δέ μιν μέγα κῦμα φέρεν τρηχεῖαν ἐπ᾽ ἀκτήν. | ἔνθα κ᾽ ἀπὸ ῥινοὺς δρύφθη, σὺν δ᾽ ὀστέ᾽ ἀράχθη,
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 673 (673-675)
- ἀντικρὺ χρόα τε ῥήξω σύν τ᾽ ὀστέ᾽ ἀράξω. | κηδεμόνες δέ οἱ ἐνθάδ᾽ ἀολλέες αὖθι μενόντων, | οἵ κέ μιν ἐξοίσουσιν ἐμῇς ὑπὸ χερσὶ δαμέντα.»
- τες σάρκες θα του σχίσω εγώ, τα κόκαλα να σπάσω, | ώστε σιμά του ας στέκονται όσοι πονούν για κείνον | από τα χέρια νεκρόν εδώθε να τον πάρουν».
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἀντικρὺ χρόα τε ῥήξω σύν τ᾽ ὀστέ᾽ ἀράξω. | κηδεμόνες δέ οἱ ἐνθάδ᾽ ἀολλέες αὖθι μενόντων, | οἵ κέ μιν ἐξοίσουσιν ἐμῇς ὑπὸ χερσὶ δαμέντα.»
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 426 (424-426)
- χτυπώ δυνατά, πλήττω με σφοδρότητα
- ※ 7ος↑ αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 364 (362-364)
- τρὶς μὲν ἐμῷ ὑπὸ δουρὶ τυπεὶς ἠρείσατο γαίῃ | οὐταμένου σάκεος, τὸ δὲ τέτρατον ἤλασα μηρὸν | παντὶ μένει σπεύδων, διὰ δὲ μέγα σαρκὸς ἄραξα·
- Τρεις χτυπημένος απ᾽ το δόρυ μου φορές στο χώμα ακούμπησε | μ᾽ ασπίδα λαβωμένη, την τέταρτη το μερί του τρύπησα | μ᾽ όλη μου την μανία ορμώντας και του ᾽σκισα ως βαθιά τη σάρκα.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- τρὶς μὲν ἐμῷ ὑπὸ δουρὶ τυπεὶς ἠρείσατο γαίῃ | οὐταμένου σάκεος, τὸ δὲ τέτρατον ἤλασα μηρὸν | παντὶ μένει σπεύδων, διὰ δὲ μέγα σαρκὸς ἄραξα·
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 1276 (1275-1276)
- τοιαῦτ᾽ ἐφυμνῶν πολλάκις τε κοὐχ ἅπαξ | ἤρασσε περόναις βλέφαρα.
- Παραληρούσε, καταριόταν και προσεύχονταν κι απανωτά πολλές φορές | με τις αγκράφες τρύπαγε τα βλέφαρα
- Μετάφραση (2000): Κ. Χ. Μύρης, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- Τέτοια έψαλλε κι όλο ξανά και πάλι | σηκώνοντας το χέρι του χτυπούσε τα βλέφαρά του,
- Μετάφραση (2000): Κ. Χ. Μύρης, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- Παραληρούσε, καταριόταν και προσεύχονταν κι απανωτά πολλές φορές | με τις αγκράφες τρύπαγε τα βλέφαρα
- τοιαῦτ᾽ ἐφυμνῶν πολλάκις τε κοὐχ ἅπαξ | ἤρασσε περόναις βλέφαρα.
- ※ 7ος↑ αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 364 (362-364)
- συντρίβω , συγκρούω
- (+ δοτική) επιτίθεμαι εναντίον κάποιου, προσβάλλω κάποιον με ύβρεις και λοιδορίες
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 374 (374-376)
- κἀγὼ χολωθεὶς εὐθὺς ἤρασσον κακοῖς | τοῖς πᾶσιν, οὐδὲν ἐνδεὲς ποιούμενος, | εἰ τἀμὰ κεῖνος ὅπλ᾽ ἀφαιρήσοιτό με.
- Μ᾽ άφρισα εγώ κι ευτύς σού τον αρχίζω | μ᾽ όλες του κόσμου τις βρισιές, χωρίς καμιά ν᾽ αφήσω, | που καλά και σώνει θα μου ᾽παιρνε τ᾽ άρματα τα δικά μου.
- Μετάφραση (1937): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- κἀγὼ χολωθεὶς εὐθὺς ἤρασσον κακοῖς | τοῖς πᾶσιν, οὐδὲν ἐνδεὲς ποιούμενος, | εἰ τἀμὰ κεῖνος ὅπλ᾽ ἀφαιρήσοιτό με.
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 374 (374-376)
- (στην παθητική φωνή) καταρρίπτομαι πάνω σε, εκσφενδονίζομαι
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 460 (459-461)
- πολλὰ μὲν γὰρ ἐκ χερῶν | πέτροισιν ἠράσσοντο, τοξικῆς τ᾽ ἄπο | θώμιγγος ἰοὶ προσπίτνοντες ὤλλυσαν·
- γιατί βροχή απ᾽ τα χέρια τους πέφτοντας πέτρες | κι από των τόξων τις νευρές βέλη χαλάζι | το θάνατο σκορπούσανε·
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- πολλὰ μὲν γὰρ ἐκ χερῶν | πέτροισιν ἠράσσοντο, τοξικῆς τ᾽ ἄπο | θώμιγγος ἰοὶ προσπίτνοντες ὤλλυσαν·
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 460 (459-461)
- (στην παθητική φωνή) (για πράγματα) κτυπώ το ένα με το άλλο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ρηματικοί τύποι:
- ποιητικός τύπος: παρατ. ἀράσσεσκον
- δωρικός τύπος : μελλ. ἀραξῶ
- επικός και δωρικός τύπος : αόρ. ἄραξα
- επικός τύπος : παθητική φωνή αόρ. ἀράχθην
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀράσσω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀράσσω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ρήματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Κρητική λογοτεχνία
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (μεσαιωνικά κρητικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Ιλιάδα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ησίοδο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Σοφοκλή (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αισχύλο (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Επικοί τύποι
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)