καταφεύγω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταφεύγω < αρχαία ελληνική καταφεύγω < κατά + φεύγω
Ρήμα
[επεξεργασία]καταφεύγω
- βρίσκω καταφύγιο
- επιλέγω να κάνω κάτι αναγκαστικά, αν και δεν μου είναι απόλυτα αρεστό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καταφεύγω