καταφεύγω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταφεύγω < αρχαία ελληνική καταφεύγω < κατά + φεύγω

καταφεύγω

  1. βρίσκω καταφύγιο
  2. επιλέγω να κάνω κάτι αναγκαστικά, αν και δεν μου είναι απόλυτα αρεστό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]