grind

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας grind
γ΄ ενικό ενεστώτα grinds
αόριστος ground, grinded
παθητική μετοχή ground, grinded
ενεργητική μετοχή grinding
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

grind (en)

  1. αλέθω
  2. τρίβω ερωτογενή ζώνη μου σε κάποιον - συνήθως σε ερωτογενή ζώνη κάποιου