Μετάβαση στο περιεχόμενο

grinder

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
grinder grinders

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
grinder < grind + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

grinder (en)

  • ο μύλος, η συσκευή για την άλεση μιας στερεής ουσίας σε σκόνη
      a coffee grinder - μύλος του καφέ
      a pepper grinder - μύλος για το πιπέρι
     συνώνυμα: mill