μύλος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μύλος | οι | μύλοι |
γενική | του | μύλου | των | μύλων |
αιτιατική | τον | μύλο | τους | μύλους |
κλητική | μύλε | μύλοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |




Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μύλος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μύλος < αρχαία ελληνική μύλη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *melh₂- (αλέθω, συνθλίβω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈmi.los/
- ομόηχο: Μήλος
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μύ‐λος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μύλος αρσενικό
- το οικοδόμημα όπου γίνεται η άλεση καρπών
- η βιομηχανική ή βιοτεχνική εγκατάσταση - εργαστήριο όπου γίνεται άλεση καρπών
- το αντικείμενο που χρησιμοποιείται κυρίως στην κουζίνα για την άλεση διάφορων σπόρων ή καρπών όπως πιπέρι, καφές, πατάτα, ντομάτα κ.α., κλειστού ή ανοικτού τύπου
- ⮡ για να γίνει πιο πηχτή η σούπα, περάστε τα λαχανικά από το μύλο
- η μηχανή παραγωγής κιμά (κρεατομηχανή)
- το κυλινδρικό τμήμα ενός περίστροφου, όπου μπαίνουν οι σφαίρες
- ο παλαιότερος τύπος φυσιγγιοθήκης οπλοπολυβόλων
- ο πτερωτός μηχανισμός του ανεμόπτερου
- ο εξωτερικός μηχανικός εξοπλισμός καπνοδόχου
- (μεταφορικά) μια πολύ μπερδεμένη κατάσταση
- ⮡ με αυτόν έχουμε γίνει μύλος
- η μεγάλη ψυχαγωγική κατασκευή - διάταξη σε λούνα παρκ, η ρόδα
- η μικρή οριζόντια περιστροφική κατασκευή ψυχαγωγίας παιδιών
- (παιχνίδι)
- παιδικό παιχνίδι προσχολικής ηλικίας «ανεμόμυλος», το φουρφούρι
- το ξύλινο περιστροφικό παιχνίδι παραγωγής ήχου, κρόταλο, (ροκάνα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που αρχίζουν με «μυλος-» (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-μυλος»
όπως ενδεικτικά
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Παιχνίδια, αντικείμενα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)