πατάτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πατάτα | οι | πατάτες |
γενική | της | πατάτας | των | πατατών |
αιτιατική | την | πατάτα | τις | πατάτες |
κλητική | πατάτα | πατάτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /paˈta.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐τά‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πατάτα θηλυκό
- (φυτό) συνώνυμο του πατατιά
- ο κόνδυλος του φυτού της πατατιάς
- (τρόφιμο) μαγειρεμένος ο κόνδυλος της πατατιάς
- (σκωπτικό) καθετί με χοντροκομμένο σχήμα
- (μεταφορικά) μεγάλο λάθος ή γκάφα
- (μεταφορικά) κάτι που δεν έχει αξία ή ενδιαφέρον
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
πατάτα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κόνδυλος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη γλώσσα ταΐνο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Τρόφιμα (νέα ελληνικά)
- Σκωπτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)