Μετάβαση στο περιεχόμενο

Kartoffel

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: kartofel, kartoffel
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Kartoffel die Kartoffeln
γενική der Kartoffel der Kartoffeln
δοτική der Kartoffel den Kartoffeln
αιτιατική die Kartoffel die Kartoffeln

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Kartoffel < ανομοίωση παλαιότερης λέξης Tartoffel / Tartuffel / Tartüffel < ιταλική tartufolo < υποκοριστικό του tartufo (τρούφα) < λατινική terrae tuber [1] [2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kaʁˈtɔfl̩/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Kartoffel (de) θηλυκό

  1. (λαχανικό) η πατάτα
     συνώνυμα: (τοπικές ονομασίες, διάλεκτοι) Erdapfel, Erdbirne, Grundbirne
  2. (φυτό) η πατατιά

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Παροιμίες

[επεξεργασία]
  • Die dümmsten Bauern haben die dicksten Kartoffeln: Οι πιο χαζοί αγρότες έχουν τις μεγαλύτερες πατάτες (για κάποιον που είναι τυχερός και ηλίθιος)

Απόγονοι

[επεξεργασία]

Kartoffel (γερμανικά)

βουλγαρικά: картоф
δανικά: kartoffel
εσθονικά: kartul
ποντιακά: καρτόφ
ρουμανικά: cartof
ρωσικά: картофель

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Kartoffel στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Kartoffel - Duden online.
  2. Kartoffel - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).