patata
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
patata (es)
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- patata > (άμεσο δάνειο) ισπανική patata
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
patata | patate |
patata (it)
Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
patata (ca)
Κορνουαλικά (kw)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
patata (kw)
Σικελικά (scn)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
patata (scn)
Σαρδηνιακά (sc)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
patata
Σράναν (srn)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
patata
Κατηγορίες:
- Ισπανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ισπανικά)
- Βοτανική (ισπανικά)
- Δάνεια από τα ισπανικά (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (ιταλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Βοτανική (ιταλικά)
- Λαχανικά (ιταλικά)
- Καταλανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (καταλανικά)
- Βοτανική (καταλανικά)
- Κορνουαλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (κορνουαλικά)
- Βοτανική (κορνουαλικά)
- Σικελική γλώσσα
- Ουσιαστικά (σικελικά)
- Βοτανική (σικελικά)
- Σαρδηνιακή γλώσσα
- Ουσιαστικά (σαρδηνιακά)
- Βοτανική (σαρδηνιακά)
- Γλώσσα σράναν
- Ουσιαστικά (σράναν)
- Βοτανική (σράναν)