ανεμόμυλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεμόμυλος < μεσαιωνική ελληνική ἀνεμόμυλος. Συγχρονικά αναλύεται σε ανεμό- + -μύλος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.nɛˈmɔ.mi.lɔs/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανεμόμυλος αρσενικό
- μύλος που γυρίζει με τη δύναμη του ανέμου
- ※ Ὁ δρόμος ἐξηκολούθει καταβαίνων ἀνὰ μέσον των εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ χωρίου ἀγρῶν καὶ ἀμπελώνων, ἔπειτα ἀνέβαινε πάλιν, διασχίζων πυκνὸν ἐλαιῶνα, μέχρι τῆς κορυφῆς τοῦ ἀπέναντι λόφου, ὅπου τρεῖς ἀνεμόμυλοι ἐπερίμενον πνοὴν ἀέρος νὰ κινήση τοὺς ἤδη ἀργοὺς ἰστιοφόρους τροχούς των. (Δημήτριος Βικέλας, Ο Παππα Νάρκισσος, 1887)
- χάρτινος παιδικός ανεμόμυλος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
ανεμόμυλος στη Βικιπαίδεια
- νερόμυλος (και υδρόμυλος)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεμόμυλος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος'
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανεμό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μύλος (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)