breeding ground

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
breeding ground breeding grounds

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
breeding ground < → δείτε τις λέξεις breeding και ground

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

breeding ground (en)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 338-339. ISBN 9780194325684. , λήμμα: εστία