grounds
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
grounds (en)
- πληθυντικός του ground
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- grounds for: αιτιολόγηση, αιτία, λόγος, βάση για κάτι