Μετάβαση στο περιεχόμενο

reason

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
reason reasons

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

reason (en)

  1. ο λόγοςαιτία)
  2. ο λόγος, η λογική
      Let’s just say that I have my reasons.
    Ας πούμε απλώς ότι έχω τους λόγους μου.

Συγγενικά

[επεξεργασία]