reason
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
reason
(en)
ο
λόγος
(η
αιτία
)
ο
λόγος
, η
λογική
Συγγενικές λέξεις
[
επεξεργασία
]
reasoning
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
አማርኛ
العربية
Azərbaycanca
বাংলা
Català
Corsu
Čeština
Cymraeg
Deutsch
English
Español
Eesti
Euskara
Suomi
Français
Hrvatski
Magyar
Հայերեն
Interlingua
Bahasa Indonesia
Interlingue
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
Қазақша
ភាសាខ្មែរ
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Limburgs
Lietuvių
Latviešu
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Norsk
Occitan
Oromoo
Polski
Português
Română
Русский
संस्कृतम्
Sängö
Simple English
Svenska
Kiswahili
தமிழ்
తెలుగు
ไทย
Tagalog
Türkçe
Українська
اردو
Tiếng Việt
中文
Bân-lâm-gú
IsiZulu