break out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | break out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | breaks out |
αόριστος | broke out |
παθητική μετοχή | broken out |
ενεργητική μετοχή | breaking out |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]break out (en)
- (αμετάβατο) ξεσπάω, εμφανίζομαι, εκρήγνυμαι, αρχίζω ξαφνικά
- (αμετάβατο) δραπετεύω, το σκάω
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) φέρνω κάτι, ετοιμάζω κάτι για χρήση
- ⮡ Break out the bubbly and celebrate.
- Φέρτε τη σαμπάνια και γιορτάστε.
- ※ Break out the blue suede shoes...the 1950s are back in style
- Ετοιμάστε τα μπλε σας σουετ παπούτσια...τα φίφτις ξαναέρχονται στη μόδα
- Rhiannon Harries, άρθρο στην εφημερίδα The Independent, 20 Απριλίου 2008
- ≈ συνώνυμα: bring out
- ⮡ Break out the bubbly and celebrate.
Πηγές
[επεξεργασία]- break out - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 248, 610. ISBN 9780194325684., λήμμα: δραπετεύω, ξεσπώ