break out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας break out
γ΄ ενικό ενεστώτα breaks out
αόριστος broke out
παθητική μετοχή broken out
ενεργητική μετοχή breaking out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
break out < → δείτε τις λέξεις break και out

break out (en)

  1. (αμετάβατο) ξεσπάω, εμφανίζομαι, εκρήγνυμαι, αρχίζω ξαφνικά
    ⮡  When the war/the epidemic/the fire broke out
    Όταν ξέσπασε ο πόλεμος/η επιδημία/η πυρκαγιά…
    ⮡  They broke out in insurrection.
    Ξέσπασαν σε εξέγερση.
    ⮡  A war/revolution broke out.
    Εξερράγη πόλεμος/επανάσταση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη appear
  2. (αμετάβατο) δραπετεύω, το σκάω
    ⮡  Two prisoners broke out.
    Δραπέτευσαν δυο κρατούμενοι.
    ⮡  He broke out of jail.
    Το έσκασε από τη φυλακή.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη flee
  3. (μεταβατικό, ανεπίσημο) φέρνω κάτι, ετοιμάζω κάτι για χρήση
    ⮡  Break out the bubbly and celebrate.
    Φέρτε τη σαμπάνια και γιορτάστε.
    ※  Break out the blue suede shoes...the 1950s are back in style
    Ετοιμάστε τα μπλε σας σουετ παπούτσια...τα φίφτις ξαναέρχονται στη μόδα
    Rhiannon Harries, άρθρο στην εφημερίδα The Independent, 20 Απριλίου 2008
     συνώνυμα: bring out