break out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας break out
γ΄ ενικό ενεστώτα breaks out
αόριστος broke out
παθητική μετοχή broken out
ενεργητική μετοχή breaking out

Ετυμολογία [επεξεργασία]

→ δείτε τις λέξεις break και out

Ρήμα[επεξεργασία]

break out (en)

  1. δραπετεύω, το σκάω
    He broke out of jail
    Το έσκασε από τη φυλακή
     συνώνυμα: escape
  2. φέρνω κάτι
    Break out the bubbly and celebrate - Φέρτε τη σαμπάνια και γιορτάστε
     συνώνυμα: bring out
  3. ετοιμάζω κάτι για χρήση
    ※  Break out the blue suede shoes...the 1950s are back in style
    Ετοιμάστε τα μπλε σας σουετ παπούτσια... τα φίφτις ξαναέρχονται στη μόδα
    Rhiannon Harries, άρθρο στην εφημερίδα The Independent, 20 Απριλίου 2008
  4. ξεσπώ