space
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
space | spaces |
space (en)
- το διάστημα, το διάκενο, η αόριστη ή συγκεκριμένη τοπική διάσταση
- το διάστημα, η αόριστη ή συγκεκριμένη χρονική απόσταση
- ο χώρος, οποιαδήποτε τρισδιάστατη έκταση
- ο χώρος, ο κενός ή διαθέσιμος τόπος
- το διάστημα, διαστημικός, ο χώρος πέρα από την ατμόσφαιρα της Γης
- ↪ They launch satellites into space.
- Εξαπολύουν δορυφόρους στο διάστημα.
- ↪ space suit - διαστημική στολή
- ≈ συνώνυμα: outer space
- ↪ They launch satellites into space.
- (γραμματική) το διάστημα, η απόσταση που χρησιμοποιούμε για να διαχωρίσουμε δύο λέξεις
- ↪ the spaces between the words/lines - τα διαστήματα μεταξύ των λέξεων/των γραμμών
- (φυσική) ο χώρος, θεμελιώδης έννοια, παράλληλη με την έννοια του χρόνου
- ↪ the concepts of space and time - οι έννοιες του χώρου και του χρόνου
- ↪ the space-time relationship - η σχέση χώρου χρόνου
Σύνθετα[επεξεργασία]
- cyberspace
- (πληροφορική) namespace
- space flight
- space suit
- spacecraft
- spaceship
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | space |
γ΄ ενικό ενεστώτα | spaces |
αόριστος | spaced |
παθητική μετοχή | spaced |
ενεργητική μετοχή | spacing |
space (en)
- (μεταβατικό) αραιώνω, μεγαλώνω την απόσταση μεταξύ πραγμάτων ή αντικειμένων
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 120, 228-229, 983-984. ISBN 9780194325684., λήμμα: αραιώνω, διάστημα, διαστημικός, χώρος