interval
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
interval | intervals |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
interval (en)
- το διάστημα, το διάκενο, η αόριστη ή συγκεκριμένη τοπική διάσταση
- το διάστημα, η χρονική απόσταση
- το διάλειμμα στο θέατρο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 220, 228-229. ISBN 9780194325684., λήμμα: διάκενο, διάστημα
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
interval | intervals |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
interval (fr) αρσενικό