hole

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
hole holes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

hole (en)

  • η τρύπα, ο κενός χώρος, κοιλότητα ή άνοιγμα σε κάτι

Υπώνυμα[επεξεργασία]