breach

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

breach (en)

  1. ρήγμα
  2. παράπτωμα, παραβίαση νόμου

breach (en)

  1. ανοίγω τρύπα, προκαλώ ρήγμα
  2. παραβιάζω νόμο, παραβαίνω κανόνες