ρήγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρήγμα | τα | ρήγματα |
γενική | του | ρήγματος | των | ρηγμάτων |
αιτιατική | το | ρήγμα | τα | ρήγματα |
κλητική | ρήγμα | ρήγματα | ||
όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρήγμα < αρχαία ελληνική ῥῆγμα < ῥήγνυμι
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρήγμα ουδέτερο
- σπάσιμο που εμφανίζει την εικόνα μιας γραμμής που διασπά μια ενιαία επιφάνεια
- οι βολές με τους καταπέλτες προκάλεσαν πολλά ρήγματα στα τείχη της πόλης
- διάρρηξη (σπάσιμο) του στερεού φλοιού της γης
- το ρήγμα νοτίως του νησιού έδωσε αρκετούς σεισμούς τα τελευταία χρόνια
- ο σεισμός προκάλεσε ένα ρήγμα κοντά στην πόλη που ανησυχεί τους κατοίκους
- (μεταφορικά) το σπάσιμο (η διάσπαση) της εξωτερικής αμυντικής γραμμής
- (μεταφορικά) η διάσπαση της ομοιογένειας ενός συνόλου λόγω σοβαρών αντιθέσεων
- οι δηλώσεις του υπουργού που έρχονται σε αντίθεση με την κυβερνητική πολιτική προκαλούν ρήγμα στην εικόνα της κυβέρνησης
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]