fissure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fissure (en)
- η ρωγμή
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fissure | fissures |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fissure (fr) θηλυκό