fissure
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fissure (en)
- η ρωγμή
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fissure | fissures |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fissure (fr) θηλυκό
fissure (en)
ενικός | πληθυντικός |
fissure | fissures |
fissure (fr) θηλυκό