Μετάβαση στο περιεχόμενο

fissure

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fissure (en)



      ενικός         πληθυντικός  
fissure fissures

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fissure (fr) θηλυκό