ράγισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ράγισμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του ραγίζω καθώς και η σχισμή που δημιουργείται εκεί που κάτι ραγίζει
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- ραγισματιά
- → δείτε τη λέξη ραγίζω
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ραγίζει η καρδιά μου: (μεταφορικά) νιώθω μεγάλη στεναχώρια, οίκτο
- το γυαλί ράγισε: (μεταφορικά) κάτι έπληξε ανεπανόρθωτα μία σχέση, φιλία, την εμπιστοσύνη σε κάποιον κλπ.