crack

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɹæk/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
crack cracks

crack (en)

  1. η ρωγμή, η χαραμάδα
    He is peeking through the crack in the door.
    Κρυφοκοιτάζει από τη χαραμάδα της πόρτας.
  2. τριγμός
  3. το κρακ

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας crack
γ΄ ενικό ενεστώτα cracks
αόριστος cracked
παθητική μετοχή cracked
ενεργητική μετοχή cracking

crack (en)

  1. ραγίζω, σπάω (και μεταφορικά)
  2. (αμετάβατο) σκάω
    The plaster cracked in many places.
    Ο σοβάς έσκασε σε πολλές μεριές.
  3. λύνω (πρόβλημα)
    Ι cracked the problem - έλυσα το πρόβλημα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

crack (fr) αρσενικό