crack
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
crack | cracks |
crack (en)
- η ρωγμή, η χαραμάδα
- ↪ He is peeking through the crack in the door.
- Κρυφοκοιτάζει από τη χαραμάδα της πόρτας.
- ↪ He is peeking through the crack in the door.
- τριγμός
- το κρακ
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | crack |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cracks |
αόριστος | cracked |
παθητική μετοχή | cracked |
ενεργητική μετοχή | cracking |
crack (en)
- ραγίζω, σπάω (και μεταφορικά)
- (αμετάβατο) σκάω
- ↪ The plaster cracked in many places.
- Ο σοβάς έσκασε σε πολλές μεριές.
- ↪ The plaster cracked in many places.
- λύνω (πρόβλημα)
- ↪ Ι cracked the problem - έλυσα το πρόβλημα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- crack (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- crack (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- crack (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 791-792. ISBN 9780194325684., λήμμα: σκάζω
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
crack (fr) αρσενικό
- το σαΐνι