crack
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
crack | cracks |
crack (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | crack |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | cracks |
αόριστος | cracked |
παθητική μετοχή | cracked |
ενεργητική μετοχή | cracking |
crack (en)