breken
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]breken (nl) (αόριστος : brak (πλ: braken), παθ. μτχ. : gebroken)
breken (nl) (αόριστος : brak (πλ: braken), παθ. μτχ. : gebroken)