δυσφορία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυσφορία < αρχαία ελληνική δυσφορία < δυσ- + φέρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δυσφορία θηλυκό
- το συναίσθημα ελαφράς αδιαθεσίας, αβολίας
- δυσφορία στο στομάχι
- το συναίσθημα ελαφρού εκνευρισμού, δυσανασχέτηση
- δυσφορία της κυβέρνησης με τη στάση των τραπεζών
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυσφορία