Μετάβαση στο περιεχόμενο

δυσφορία

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσφορία οι δυσφορίες
      γενική της δυσφορίας των δυσφοριών
    αιτιατική τη δυσφορία τις δυσφορίες
     κλητική δυσφορία δυσφορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δυσφορία < αρχαία ελληνική δυσφορία < δυσ- + φέρω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δυσφορία θηλυκό

  1. το συναίσθημα ελαφράς αδιαθεσίας, αβολίας
    δυσφορία στο στομάχι
  2. το συναίσθημα ελαφρού εκνευρισμού, δυσανασχέτηση
    δυσφορία της κυβέρνησης με τη στάση των τραπεζών

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]