δυσανασχέτηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δυσανασχέτηση | οι | δυσανασχετήσεις |
γενική | της | δυσανασχέτησης* | των | δυσανασχετήσεων |
αιτιατική | τη | δυσανασχέτηση | τις | δυσανασχετήσεις |
κλητική | δυσανασχέτηση | δυσανασχετήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δυσανασχετήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δυσανασχέτηση < δυσανασχετώ + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δυσανασχέτηση θηλυκό
- το αποτέλεσμα του δυσανασχετώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δυσανασχέτηση
|