mécontentement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- mécontentement < mécontent
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /me.kɔ̃.tɑ̃t.mɑ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mécontentement | mécontentements |
mécontentement (fr) αρσενικό
- η δυσαρέστηση, η δυσαρέσκεια, η δυσφορία