plaisir
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- plaisir < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
plaisir | plaisirs |
plaisir (fr) αρσενικό
- η ευχαρίστηση, η ηδονή, η απόλαυση, η χάρη, το χατίρι
Παλαιά γαλλικά (fro)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]plaisir