άβολος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
άβολος, -η, -ο
- που δεν είναι βολικός
- αυτός ο καναπές είναι πολύ άβολος
- που δεν εξυπηρετεί
- δυστυχώς, το ωράριο της δουλειάς μου είναι πολύ άβολο
- δύστροπος, δύσκολος
- άβολος άνθρωπος
- (για πουλάρια) που δεν έχει αλλάξει ακόμη τα πρώτα (νεογιλά) δόντια του, ή που δεν αλλάζει πλέον δόντια, λόγω ηλικίας
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άβολος
|