βολικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
βολικός, -ή, -ό
- που μας εξυπηρετεί και δεν μας δημιουργεί προβλήματα, μας βολεύει
- ένα μικρό και βολικό αυτοκίνητο, ιδιαίτερα μέσα στηνπόλη όπου δύσκολα βρίσκεις θέση στάθμευσης
- ευνοϊκός
- (για άνθρωπο) που βολεύεται εύκολα, δεν έχει υπερβολικές απαιτήσεις στις σχέσεις τους με τους άλλους αλλά συνεννοείται εύκολα μαζί τους σε πρακτικά ζητήματα, δεν είναι δύστροπος
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βολικός