confortable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- confortable < αγγλική comfortable
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
confortable | confortables |
confortable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη confort