άνετος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άνετος < αρχαία ελληνική ἄνετος < ἀνίημι < ἵημι < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ye-
Επίθετο[επεξεργασία]
άνετος, -η, -ο
- (για ανθρώπινους χαρακτήρες) που συναναστρέφεται με ευκολία και άνεση με τους γύρω του, που δεν είναι τυπικός
- (για χώρους, έπιπλα κ.λπ.) αρκετά ευρύχωρος, αναπαυτικός
- (για ρούχα) όχι πολύ στενός ή εφαρμοστός ή επίσημος
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
όχι τυπικός